Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδράλμη — ἡ, Α η σαλαμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅλμη] … Dictionary of Greek
ὑδράλμης — ὑδράλμη salt water fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)